- μονοκοτυλήδονος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από μία κοτυληδόνα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκοτυλήδονατα μονοκότυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monocotylidones (< μον(ο)-* + κοτυληδόνα). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.